Απο το “Μανιφέστο για μια ποίηση νέα, οπτική και ηχητική”

Πάνω στο ζητημα της έκφρασης, του πώς δηλαδή κανείς εκφράζεται αλλα και πως αποδέχεται αυτη την έκφραση, υπάρχουν πολλοί τρόποι για να εκφραστείς! Σήμερα θα ασχοληθούμε με μια άλλη μορφη ποίησης,την οπτική και την ηχητική, σε αυτο το ποστ. Αφορμή για αυτο ειναι ένα “μανιφεστο ” όπως το ονομάζει ο συγγραφέας του, ποιητής Pierre Garnier, που επιχειρεί να περιγράψει και να θεμελιώσει ενα νεο ειδος ποίησης που είναι ήση γνωστό απο τον Guillaume Apollinaire στο έργο του Calligrammes : Poems of Reace and War 1916-1917, όπου εκεί παρουσιαζονται για πρώτη φορα τα λεγόμενα οπτικά ποιήματα ( concret/visual poems ). Τα ποιηματα αυτα αργότερα αποτέλεσαν προσφορο έδαφος στην έκφραση του ντανταϊσμου καθως και του παρακλαδιού του , του σουρεαλισμού αλλα και στα μετέπειτα συγχρονα ρεύματα.

apollinaire_2

Οπτικά ποιηματα του Guillaume Apollinaire

Ενα ποιημα του Απολιναιρ

Ενα οπτικο ποιημα του Απολιναιρ

Θα παραθέσουμε παρακάτω μερικά αποσπάσματα απο αυτό το μανιφέστο και έπειτα θα σχολιασούμε κάποια πράγματα.

ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ ΓΙΑ ΜΙΑ ΠΟΙΗΣΗ ΝΕΑ, ΟΠΤΙΚΗ ΚΑΙ ΗΧΗΤΙΚΗ

Περπατάμε. Το πνεύμα γυρίζει. Η ποιηση περπατάει και αυτή. Αποκαμωμένοι, γνωρίζουμε τους εαυτούς μας.Από την εποχή του νταντα και του σουρρεαλισμού, απο κείνη της σχολής του Ρσφόρ ή την εποχή του φιλολογισμού, δεν ξαναπήραμε ποτέπια τον δρόμο για τα φώτα που ανάψαν ξαφνικά.
Η ανθρώπινη πείρα ξεστράτισε σιγά-σιγά απο κάθε μορφή ποίησης, κι η ποίηση έπαψε πια να αγγίζει τον άνθρωπο.
Κι εμείς περπατάμε, τίποτε δεν μεσολάβησε για να σταματήσει την τροχιά.
Όμως νοιώθουμε την ανάγκη να ξαναγεννηθούμε, μα μέσα στη λευτεριά.

*

Με αφετηρία την ίδια την άρνηση, αλλά μετά απο νέες δοκιμές και έρευνες, προτείνω την οπτική ποίηση και την ποίηση την ηχητική. Άλλα δοκίμια κι άλλες έρευνες μπόρουν να υπάρξουν. Εναπόκειτε πλέον στη νέα γενια να βρεί τον δικότης τρόπο έκφρασης.

*

Ζούμε προστατευμένοι κάτω από το στρώμα του αέρα. Είμαστε τώρα κύματα που ξεπηδούν μέσα στον κόσμο. Πώς θα μπορούσαν οι λέξεις μας ν’αντέξουν να μείνουν ακόμη κλεισμένες μέσα στο ύφος των φράσεων; Ας συναντήσουν οι λέξεις μας το σύμπαν κι οι λέξεις – αστέρια ας ξεχυθούν πάνω στο λευκό χαρτί

*

Έχετε δει ύλη; Πνεύμα; Έχετε δει χαλίκια, σπίτια, έργα τέχνης, δέντρα, ποιήματα, αστέρια. Η ύλη που ήταν; Το πνεύμα που; Είδατε λέξεις που ειναι πράγματα ανάμεσα σε άλλα πράγματα- ανθρώπους που είναι κι αυτοι πράγματα μέσα σε πράγματα.

*

Μέχρι τώρα το ποίημα ήταν ο τόπος συγκέντρωσης των λέξεων. Απελευθερώστε τις λέξεις. Σεβαστείτε τις. Μη τις σκλαβώνετε μέσα σε φράσεις. Αφήστε τις να καταλάβουν όσο χώρο τους χρειάζεται. Δεν βρίσκονται εκεί ούτε για να περιγράψουν, ούτε για να διδάξουν ούτε για να πουν κάτι: βρίσκονται εκεί πρώτα-πρώτα για να υπάρξουν.

*

Ένα όνομα που ακολουθείται από επίθετο μπαίνει στο χώρο του εξευγενισμού δηλ. στην εξειδίκευση. Εάν γράψω ΗΛΙΟΣ ή ΝΕΡΟ αγγίζω την παγκοσμιότητα, Προφέρετε τη λέξη ΗΛΙΟΣ κι αφήστε τον εαυτό σας να τρανέψει κοντα του, και να χρυσωθεί απ’ το φώς του

*

Οι λέξεις δεν εφευρέθηκαν απο τους ανθρώπους. Μας δόθηκαν, όπως τα χέρια, όπως τα αστέρια. Αποτελούν τα σκλήρα αντικείμενα που κατοικούν στην γλωσσική ήπειρο.

*

Κάθε λέξη είναι μια αφηρημένη ζωγραφιά. Μια επιφάνεια. Ένας όγκος. Επιφάνεια πάνω στη σελίδα. Όγκος στη φωνή.

*
Η λέξη είναι το ορατό μέρος της ιδέας, όπως ο κορμός και το φύλλωμα είναι τα ορατά μέρη του δέντρου. Οι ρίζες, οι ιδέες ζουν από κάτω.
*
Πρέπει να καταστρέψουμε τη φθαρμένη γλώσσα μας – να κάνουμε δηλαδή έτσι ωστε να λάμψει η λέξη. Πρέπει να διώξουμε τους αδύναμους κρίκους, τα επίθετα, για παράδειγμα, ή να τους χρησιμοποιήσουμε σαν ύλη, δηλαδή σαν αντικείμενα, σαν υλικά.
*
Η νέα ποίηση απαιτει τη συνεργασία σας και σας έχει κιόλας υπολογίσει στο δυναμικό της.
Η λέξη φωτίζεται τώρα απ’ όλο το σώμα του ανθρώπου – απο όλο το σώμα του σύμπαντος.
*
Ο άνθρωπος παρ  όλες τις προσπάθειες του στον εικοστό αιώνα έχασε το παράλογο.Οι δοκιμές του αιώνα αυτού έχουν επαρκώς αποδείξει πως ο ανθρωπός ήταν καταδικασμένος να μην γνωρίσει το παράλογο. Το δέσιμο των λέξεων, ακόμα και το πιο αλλόκοτο, η εικόνα η πιο απροσδόκητη, ποτε δεν είναι αλλόκοτα.
*
Η εποχή του βιβλίου πέρασε, φαίνεται. Θέλησαν να “γράψουν” σε δίσκους την αρχαία ποίηση. Το αποτέλεσμα ήταν σχεδόν πάντοτε ολέθριο, γιατί η ποίηση αυτή γράφτηκε για το βιβλίο. Κατα συνέπεια το τεχνικό μέσο που χρησιμοποιήται δημιουργεί τόσο την ποίηση όσο και τον ποιητή. Το μαγνητόφωνο, οι δίσκοι, η τηλεώραση πρέπει να φτιάξουν τον δικό τους τύπο ποιησής.
*
Θα το ξαναπώ: το νέο τεχνικό μέσο πού χρησιμοποιείται προσδιορίζει, όσο τουλάχιστον κι ο συγγραφέας, τη μορφή ενός ποιήματος. Η χρήση του μαγνητοφώνου μεταβάλει ριζικά τη μορφή του ποιήματος και , συνεπώς, το περιεχόμενό του. Είναι δυνατόν να “γράψει” κανείς στη μαγνητοταινία όπως γράφουμε πάνω στο λευκό χαρτί. Το πάθος που ήταν απαραίτητο για να γεμίσει το διάστημα μέσα στο ποίημα του βιβλίου, έδω είναι περιττό. Η φράση , π.χ. ίσως να είναι στεγνή: της δίνει το πραγματικό της μέγεθός της.
*
Η ηχητική ποίηση δεν αποτελεί σύνδεσμο μεταξύ ποίησης και μουσικής. Η οπτική ποίηση δεν αποτελει σύνδεσμο μεταξύ ποίησης και ζωγραφικής. Στη περίπτωση αυτή η ποίηση παραμένει σε παρθένα κατάσταση. εν τούτοις δεν υπάρχει θέμα παραγκωνισμού των σημαντικών έργων που συχνά γεννήθηκαν απο τη συνεργασία διαφορετικών τεχνών ( παραδειγμα τα λυρικά τραγούδια και τα αντικειμενικά ποιήματα του Chopin,του Listz, του Breer και άλλων της εποχής)
*
Το οπτικό ποίημα δεν γίνεται να “διαβαστεί”. Αφήνεται ο ακροατής να εντυπωσιαστεί από τη γενική εικόνα του ποιήματος, κι ύστερα απο κάθε μία λέξη όπως την αντιλαμβάνεται αόριστα, στην τύχη.
Η λέξη που “διαβάζεται” αγγίζει ακροθιγώς μονάχα τον ψυχισμό του αναγνώστη, ενώ η λέξη που γίνεται αντιληπτήη και αποδεκτή, απλώνει μέσα σ’ αυτόν τον ψυχισμό μια αλυσίδα αντιδράσεων. Κι αυτες είναι τόσο πιο δυνατές και βαθιές όσο πιο ευαίσθητός και πιό πλούσιος ειναι ο ψυχισμός.
Το ηχητικό ποιημα μπορει να απαγγελθείμε μια η και περισσότερες φωνές, ανάλογα με το σκοπό για τον οποίο γράφτηκε η απαγγέλεται. Ακολουθόντας τον ίδιο ρυθμό ακι την ίδια αλυσίδα εικόνων αυτός που απαγγέλει μπορεί να προσθέσει και να αυτοσχεδιάσει όσο νομίζει απαραίτητο. Κάθε ηχητικό ποίημα δεν αποτελέι ένα σύνολα, μα μια εισαγωγή.
*
Η οπτική ποίηση και η ήχητική ποίηση διαφορόποίουν τον προορισμό του “αναγνώστη”. Αυτός μέχρι τώρα έμενε παθητικός.
Το ποίημα “έκλεινε” πίσω του . Η νέα ποίηση απαιτει την συνεργασία του. Η ηχητική ποίηση αφήνεται για να γραφτεί στο χαρτί: είναι πλέον δούλεια του εκφωνητή να το απαγγείλει σε ακροατήριο ή να το “εγγράψει” στο μαγνητόφωνό του.
Η οπτίκή ποίηση αποτελει παρότρυνσηγια τον ψυχισμό του: απο τις προτεινόμενες λέξεις και από την αρχιτεκτονική τους, πρέπει να κάνει το σώμα του και το πνευμα του να δουλέψουν. Πρέπει να ταυτιστεί με το περιεχόμενο
Όλοι οι άνθρωποι ξανακερδίζουν έτσι μια θέση πού τους είχε αμφισβητηθεί
Εμβαπτίζονται στον εαυτό τους. Και σιγά-σιγά σε κάθε έναν απ’ αυτούς, εμφανίζεται το εγώ, ζωτική αρχή της δημιουργίας.
Pierre Garnier
Pierre Garnier: ενα ποιημα σε πικαρδική διάλεκτο

Pierre Garnier: ενα ποιημα σε πικαρδική διάλεκτο

Βλέποντας και αξιολόγόντας το κείμενο, βεβαια οχι απο τη θέση του ειδικού, μια πρώτη παρατήρηση ξεκινάει με τη διαπίστωση του οτι το κειμενο αποτελει κατα κάποιο τρόπο έναν “μπόυσουλα” εισαγωγης σε αυτη την νέα ποίηση ή τουλάχιστων μιας αρκετα “περιπτωσιολογικής” περιγραφης και ξεδίπλωσης του κειμένου.

Στην έβδομη παράγραφο “Οι λέξεις δεν εφευρέθηκαν απο τους ανθρώπους. Μας δόθηκαν, όπως τα χέρια, όπως τα αστέρια. Αποτελούν τα σκλήρα αντικείμενα που κατοικούν στην γλωσσική ήπειρο.” θα έλεγε κανεις πως ο Garnie μπορεί και να επικαλείται υπερβατικές ιδιότητες των λέξεων, με αποτέλεσμα να “φλερτάρει” ,κατα την αποψη μου, με ερωτησεις του στύλ : ” και από που ήρθαν οι λέξεις ” που μπορεί ( καθως δεν το ξεκαθαρίζει ) να συσχετίζονται με έννοιες όπως : ο θεος, το υπερπέραν , οι εξωγηινοι, τα νεφελίμ και λοιπά αλλα κουλα. Βεβαια μπορεί πολύ απλά να έννοει κάτι που θυμίζει τον Κορνήλιο Καστοριάδη στην έννοια της αυτοοργάνωσης και αυτοθέσμησης του ίδιου του ανθρώπου, χωρις κατι να προέρχεται ούτε απο καμιά εξωτική θεωρία ουτε απο κάποια πίστη σε υπερβατικές μπούρδες παρα μόνο να γεννά και να γενιέται αποτον ίδιο του τον εαυτό. το ίδιο καθως και στα πράγματα που του παρέχουν μια περιγραφη του κόσμου , όπως οι λέξεις η ακόμα ακόμα και η ίδια η λογική.

Και με τα παραπάνω θα ήθελα να σχολιάσω  τη δωδέκατη παράγραφο. Σε αυτη , αναφέρει πως, ο άνθρωπός και μαλλιστα αυτός του εικοστού αιώνα δεν γνώρισε το παράλογο και πως έχασε μαλλιστα και την ευκαιρία να το γνωρίσει. Αρχικά δεν μπορώ να εμηνευσω αυτη τη παράγραφο. Θα συνεχισώ όμως εικάζοντας- πραγμα που μπορει να ειναι έυκολο αλλα και εξίσου ολισθηρο.Εδω ίσως να αναφέρεται στους παραλογισμούς που ήρθαν με τους δύο παγκόσμιους πολέμους αλλα και με την γενικότερη εκλογικοποίημένη εκδοχή ενός “παράλογου” καπιταλισμού που έδωσαν πάτημα στις πιο απάνθρωπες και πιο παράλογες πράξεις, μάλλιστα με τέτοιο τρόπο, ώστε να γίνουν μέρος της πραγματικότητας και επομενως να εκλογικοποιηθούν( ένα παράδειγμα ειναι ίσως η άνοδος ων ναζι που ανεβηκαν με ιδεολογικό μανδυα την “λογικότατη” υπαρξη άρειας φυλης, του εθνικισμου και του φασισμού . Επομένως βλεπει κανεις τα κινήματα ( νταντα, σουρεαλισμός ) κατα την διάρκεια και έπειτα των πολέμων,  μέσα σε έναν κόσμο που ανάρρωνε απο τον παραλογισμό του πολέμου και κάλπαζε με την ταχεία της καπιταλιστικής ανάπτυξης,  να προσφέρουν έναν λογικό “παραλογισμό” και μια αποδόμηση με τη σέσουλα.  Ετσι δεν μπορεσε ο άνθρωπος να γνωρίσει πότε τον πραγματικό παραλογισμό τον εικοστο αιώνα αφου σε όλες του τις εκδοχες ειτε εγινε βιωμα, είτε τεχνη, ακομα και τρόπος ζωης ( βλέπε συγχρονο lifestyle ).

Άλλο ένα σημείο που με προβλημάτισε στο κείμενο ηταν η χρήση πόλλων “πρέπει” . Νομιζω οτι εδινε, εκτος απο ένα  “άγχος” κατα την ανάγνωση,  μία αίσθηση αυταρχισμού που θα έλεγα ερχεται σε πλήρη αντίθεση με το ζήτημα της ελευθερίας, την εξάλειψη οποιασδήποτε εξουσιας  και τον τρόπο με τον οποίο αυτά δίνονται μέσα απο αυτά τα “νέα ” ποιήματα.

Ομως, πέρα απο την κριτική, το σημαντικότερο στοιχείο του κειμένου που τροφοδότησε αυτο τον χειμμαρο απο λέξεις σήμερα ηταν οι 4 τελευταιες παράγραφοι. Σε αυτες εχουμε δυο κατα τη γνώμη μου νέα στοιχεία.

Πρώτα εισάγει την οντότητα του ποιηματος σαν μια οντότητα καθόλου απαλαγμένη απο το μέσο που μεχρι τόρα τη μεταδίδει. Δηλαδη το ίδιο το μέσο μπορεί πλέον να μεταβάλλει το ποίημα και μάλλιστα, σε μια εποχη οπού τα μέσα είναι πολύ περισσότερα απ ότι αλλώτε, λέγει ξεκάθαρά πως θα πρέπει να “γραφτούν” ποιηματα για την τηλεόραση, για τους δίσκους , προσαρμοσμένα για αυτα τα μέσα. Πράγμα που άλλαζει την “παραδοσιακή ” εκδοχή του ποίηματος και επομένως και την πολυσημία των ιδεων και των “εικόνων” που εμπεριέχονται σε αυτό.

Μα το σπουδαιότερο απ’ όλα ειναι πως στην κατακλείδα τοποθετεί τον αναγνώστη αυτη την φορα όχι στην απέναντι όχθη της καλλιτεχνικής δημιουργιας, η οποία σχηματίζει το δίπολο καλλιτέχνης- αναγνώστης με συνέπεια οι πρώτοι να αποκτουν πολλές φορες εξουσιαστικό χαρακτήρα πάνω στους δευτερους, αλλα στην ίδια πλευρα, αφού το περιεχόμενο και το νόημα της δημιουργίας δεν ειναι απαραίτητα παγιωμένο , πλεον, ούτε στο κυριο κομμάτι που δίνει “ζωή” σε ένα ποιημα, δηλαδη στο οτι ενα ποιημα ειναι γραπτος λογος που διέπεται απο όλους τους γραματικούς και συντακτικούς κανόνες και επιπλέον να δεσμευεται απο τη μορφη και τη στοίχιση που του δίνει το βιβλίο, πόσο μάλλον στο κομάτι που αφορα στο ποιες ιδέες θα γεννηθουν στον αναγνώστη. Ετσι ,Πλέον τα νέα ποίηματα αποδευσμευονται ,ισως, απο τις ιδιες τους τις γεννεσιουργες δυνάμεις αλλα και αποδεσμέυουν περισσότερο απο άλλωτε τον αναγνώστη.

Με τις δυο παραπάνω μεταβολές προκαλείται, πιστεύω, μια άρση της έξουσιας, που μπορει να υπάρχει τόσο απο την πλευρα του καλλιτέχνη όσο και απο την πλευρα των νοημάτων, έτσι ώστε αυτές οι μεταβολες  να προσδίδουν μια νέα δυναμική  σε αυτο που ονομάζεται ποιηση.

Καληνύχτα και καλό ξημέρωμα

Τα λέμε στους δρομους,

δ.

το απόσπασμα του μανιφέστου το πήρα απο το περιοδικό ” Η λέξη” τευχος 3, μαρτης-απρίλης του ’81.

παρεθέτουμε και ένα ενδιαφέρον video ποιημα (film poem –Icarus ) φτιαγμένο απο τον fil Ieropοulo