Εν αρχή ήν το τσίκι-τσίκι. Ένα παιδί μουτζουρώνει χαρτιά με μεγάλη σοβαρότητα. Ζωγραφίζει παιχνίδια: ένα αεροπλανάκι, μια βάρκα, τη ρόδα του λούνα παρκ. Λαμπάκια αναβοσβύνουν. Το ξύλινο αλογάκι χλιμιντρίζει. Ακούγεται ο κρότος μιας ροκάνας – κι όλα τινάζονται στον αέρα. Τότε ο Άλέξης παίρνει μια βαλίτσα κι αρχίζει να τριγυρνάει στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα για να βρεί τα συντρίμια. Κι είναι τόση η επιμονή του, που όλο και κάτι βρίσκει: το ξεβαμμένο ξύλο μιας βαρκας, το χέρι μιας κουκλας, μισό φτερό αεροπλάνου. Τα μαζεύει και τα βάζει μέσα στη βαλίτσα. Προσπαθεί να ανασυναρμολογήσει το παιδικό όνειρο. Το θαλασσόξυλο είναι μιά βάρκα, το φτερό του αεροπλάνου κατάρτι, το χέρι της κούκλας πηδάλιο. Πάνω σε μια χάρτινη θάλασσα ζωγραφίζει βέλη πορείας για να μη χάσει κι αυτό το παιχνίδι το δρόμο του και βουλιάξει. Το ξαναβάζει στη βαλίτσα, κι αρχίζει να γυρίζει τον κόσμο. Ψάχνει να βρεί μεγάλους που' ναι κι αυτοί παιδιά, και τότε ανοίγει τη βαλίτσα και τους δείχνει το παράξενο παιχνίδι. Για όλους τους άλλους η βαλίτσα μένει κλειστή. Μα ταξιδεύει. Οι βαλίτσες είναι για να ταξιδεύουν. Κι αυτό που έχει σημασία είναι το ταξίδι – όχι;
Κωστας Ταχτσης.